ομβριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομβριακός < ελληνιστική κοινή ὀμβρικός < αρχαία ελληνική ὄμβριος < ὄμβρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɱ.vɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ομ‐βρι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ομβριακός, -ή, -ό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του όμβριος
- Οι μονάδες επεξεργασίας λυμάτων λαμβάνουν νερό από τα νοικοκυριά, τη βιομηχανία και τα ομβριακά νερά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- Ομβριακή (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομβριακός
|