Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οβριακός η οβριακή το οβριακό
      γενική του οβριακού της οβριακής του οβριακού
    αιτιατική τον οβριακό την οβριακή το οβριακό
     κλητική οβριακέ οβριακή οβριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οβριακοί οι οβριακές τα οβριακά
      γενική των οβριακών των οβριακών των οβριακών
    αιτιατική τους οβριακούς τις οβριακές τα οβριακά
     κλητική οβριακοί οβριακές οβριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

οβριακός < Οβριός < Εβραίος

  Επίθετο επεξεργασία

οβριακός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

οβριακός < ομβριακός

  Επίθετο επεξεργασία

οβριακός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία