Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεΐγκλωτος η ξεΐγκλωτη το ξεΐγκλωτο
      γενική του ξεΐγκλωτου της ξεΐγκλωτης του ξεΐγκλωτου
    αιτιατική τον ξεΐγκλωτο την ξεΐγκλωτη το ξεΐγκλωτο
     κλητική ξεΐγκλωτε ξεΐγκλωτη ξεΐγκλωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεΐγκλωτοι οι ξεΐγκλωτες τα ξεΐγκλωτα
      γενική των ξεΐγκλωτων των ξεΐγκλωτων των ξεΐγκλωτων
    αιτιατική τους ξεΐγκλωτους τις ξεΐγκλωτες τα ξεΐγκλωτα
     κλητική ξεΐγκλωτοι ξεΐγκλωτες ξεΐγκλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεΐγκλωτος < ξε- + ίγκλα + -ωτος < μεσαιωνική ελληνική ίγκλα < γίγκλα < κίγκλα < λατινική *cingla < cingula < cingo

  Επίθετο επεξεργασία

ξεΐγκλωτος

  1. (παρωχημένο, κυριολεκτικά) που δεν είναι δεμένος με ίγκλα
  2. ασουλούπωτος, ατημέλητος
    ※  Είναι ακαλαίσθητο να βλέπεις έναν βουλευτή να πηγαίνει ξεΐγκλωτος στη Βουλή , με σαγιονάρες ή με πουκάμισα πλουμιστά ... ή ασιδέρωτος , με τσαλακωμένα σακάκια ... (H κυβέρνηση τράκαρε με τη μόδα... τώρα ούτε το "my style rocks" δεν τη σώζει!..., Το Βήμα της Αιγιάλειας, 21 Δεκεμβρίου 2017)
    ※ Ήταν τσουρουφλισμένη άπό τον άγριο ήλιο, ξεφλουδιζόταν. Ξυπόλητη. Κράταγε ένα βαλιτσάκι, ένα σπαστό οκρίβαντα και δυο τελάρα. Εκείνος ήταν ξεΐγκλωτος, ολο κόκκαλα και γωνίες. Ακούρευτος, γενάτος, ξανθός κι αυτός, μέ κάτι ατελείωτες .. (Νέα Εστία, τεύχη 1385-1389, σελ. 534)
  3. (παρωχημένο, μεταφορικά) αχρείος, ξετσίπωτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία