οκρίβαντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οκρίβαντας < (ελληνιστική κοινή) ὀκρίβας < ὄκρις + βαίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
οκρίβαντας αρσενικό
- το καβαλέτο, το οποίο χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι
Μεταφράσεις επεξεργασία
οκρίβαντας
|