Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβαλέτο τα καβαλέτα
      γενική του καβαλέτου των καβαλέτων
    αιτιατική το καβαλέτο τα καβαλέτα
     κλητική καβαλέτο καβαλέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβαλέτο < (άμεσο δάνειο) βενετική cavaletto
 
Kαβαλέτο με τελάρο ζωγραφισμένο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Καβαλέτο, κατασκευή στήριξης.

καβαλέτο ουδέτερο

  1. (ζωγραφική) τρίποδο που χρησιμοποιεί ένας ζωγράφος ως βάση υποστήριξης ενός τελάρου που ζωγραφίζει
  2. ξύλινη ή σιδερένια κατασκευή με τέσσερα πόδια τοποθετημένα ανά δύο που χρησιμοποιεί ένας τεχνίτης ως προσωρινή υπερυψωμένη βάση ενός αντικειμένου
    Ο ξυλουργός έβαλε το έπιπλο επάνω σε δύο καβαλέτα για να το βερνικώσει.

  Μεταφράσεις επεξεργασία