ίγκλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίγκλα | οι | ίγκλες |
γενική | της | ίγκλας | των | (ιγκλών) |
αιτιατική | την | ίγκλα | τις | ίγκλες |
κλητική | ίγκλα | ίγκλες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ίγκλα θηλυκό