Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ένα τυπικό ιγκλού

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιγκλού < (άμεσο δάνειο) αγγλική igloo < ινουκτιτούτ ᐃᒡᓗ (iglu, σπίτι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιγκλού ουδέτερο άκλιτο

  • μικρό καταφύγιο σε σχήμα θόλου, φτιαγμένο από πάγο και χιόνι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία