ντρέτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ντρέτος | η | ντρέτα | το | ντρέτο |
γενική | του | ντρέτου | της | ντρέτας | του | ντρέτου |
αιτιατική | τον | ντρέτο | την | ντρέτα | το | ντρέτο |
κλητική | ντρέτε | ντρέτα | ντρέτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ντρέτοι | οι | ντρέτες | τα | ντρέτα |
γενική | των | ντρέτων | των | ντρέτων | των | ντρέτων |
αιτιατική | τους | ντρέτους | τις | ντρέτες | τα | ντρέτα |
κλητική | ντρέτοι | ντρέτες | ντρέτα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ντρέτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ντρέτος < (άμεσο δάνειο) βενετική dreto [1]
Επίθετο
επεξεργασίαντρέτος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντρέτος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 223.