ντρέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντρέτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ντρέτα (< ντρέ(τος)) < (άμεσο δάνειο) βενετική dreto + -α [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /dreˈta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντρέ‐τα
Επίρρημα επεξεργασία
ντρέτα
- (ιδιωματικό) κατευθείαν [1]
- (κρητικά) ευθεία, ίσια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντρέτα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 223.