Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντουχιουντισμένος η ντουχιουντισμένη το ντουχιουντισμένο
      γενική του ντουχιουντισμένου της ντουχιουντισμένης του ντουχιουντισμένου
    αιτιατική τον ντουχιουντισμένο την ντουχιουντισμένη το ντουχιουντισμένο
     κλητική ντουχιουντισμένε ντουχιουντισμένη ντουχιουντισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντουχιουντισμένοι οι ντουχιουντισμένες τα ντουχιουντισμένα
      γενική των ντουχιουντισμένων των ντουχιουντισμένων των ντουχιουντισμένων
    αιτιατική τους ντουχιουντισμένους τις ντουχιουντισμένες τα ντουχιουντισμένα
     κλητική ντουχιουντισμένοι ντουχιουντισμένες ντουχιουντισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντουχιουντισμένος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

ντουχιουντισμένος

  • σκεπτικός,προβληματισμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία