↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντουχιουντισμένος η ντουχιουντισμένη το ντουχιουντισμένο
      γενική του ντουχιουντισμένου της ντουχιουντισμένης του ντουχιουντισμένου
    αιτιατική τον ντουχιουντισμένο την ντουχιουντισμένη το ντουχιουντισμένο
     κλητική ντουχιουντισμένε ντουχιουντισμένη ντουχιουντισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντουχιουντισμένοι οι ντουχιουντισμένες τα ντουχιουντισμένα
      γενική των ντουχιουντισμένων των ντουχιουντισμένων των ντουχιουντισμένων
    αιτιατική τους ντουχιουντισμένους τις ντουχιουντισμένες τα ντουχιουντισμένα
     κλητική ντουχιουντισμένοι ντουχιουντισμένες ντουχιουντισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντουχιουντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ντουχιουντίζω

ντουχιουντισμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ντουχιουντίζω - Κασσωτάκης Μιχάλης, (2021), Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του οροπεδίου Λασιθίου, Αθήνα: Έκδοση του Συνδέσμου Λασιθιωτών Ηρακλείου «ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ», (αρχική έκδοση 2018) pdf σελ.550
  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.240.