Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντουχιουντίζω < σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι, προβληματίζομαι, συλλογίζομαι, αναρωτιέμαι, ξεμετρώ το νου

  Ρήμα επεξεργασία

ντουχιουντίζω