Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντιζελοκίνητος η ντιζελοκίνητη το ντιζελοκίνητο
      γενική του ντιζελοκίνητου της ντιζελοκίνητης του ντιζελοκίνητου
    αιτιατική τον ντιζελοκίνητο την ντιζελοκίνητη το ντιζελοκίνητο
     κλητική ντιζελοκίνητε ντιζελοκίνητη ντιζελοκίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντιζελοκίνητοι οι ντιζελοκίνητες τα ντιζελοκίνητα
      γενική των ντιζελοκίνητων των ντιζελοκίνητων των ντιζελοκίνητων
    αιτιατική τους ντιζελοκίνητους τις ντιζελοκίνητες τα ντιζελοκίνητα
     κλητική ντιζελοκίνητοι ντιζελοκίνητες ντιζελοκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντιζελοκίνητος < ντίζελ + -ο- + -κίνητος

  Επίθετο επεξεργασία

ντιζελοκίνητος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία