ντιζελοκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαντιζελοκίνητος, -η, -ο
- που κινείται χρησιμοποιώντας ως καύσιμο ντίζελ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντιζελοκίνητος
|
ντιζελοκίνητος, -η, -ο
|