↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντιζελοκίνηση οι ντιζελοκινήσεις
      γενική της ντιζελοκίνησης των ντιζελοκινήσεων
    αιτιατική την ντιζελοκίνηση τις ντιζελοκινήσεις
     κλητική ντιζελοκίνηση ντιζελοκινήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντιζελοκίνηση < ντίζελ + -ο- + κίνηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντιζελοκίνηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία