ντιζελοκίνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντιζελοκίνηση | οι | ντιζελοκινήσεις |
γενική | της | ντιζελοκίνησης | των | ντιζελοκινήσεων |
αιτιατική | την | ντιζελοκίνηση | τις | ντιζελοκινήσεις |
κλητική | ντιζελοκίνηση | ντιζελοκινήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντιζελοκίνηση θηλυκό
- η χρήση ντίζελ ως καυσίμου για την λειτουργία κάποιων μηχανών ή την κίνηση κάποιων οχημάτων
- ※ Τι πρέπει να γνωρίζετε σχετικά με την ντιζελοκίνηση; (…) Εξαιτίας αυτών των διαφοροποιήσεων ισχύουν άλλα όρια ρύπων για τα ντιζελοκίνητα και τα βενζινοκίνητα οχήματα, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές Euro (σήμερα ισχύει το Euro 5 και από το 2014 το Euro 6). (www.tanea.gr, 08.07.2011)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντιζελοκίνηση
|