Δείτε επίσης: ντήζελ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντίζελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Diesel· το επώνυμο του Γερμανού μηχανικού Rudolf Diesel (Ρούντολφ Ντίζελ (Ντήζελ) )

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντίζελ ουδέτερο, άκλιτο

  1. μηχανή (εσωτερικής καύσης) που δίνει κίνηση χρησιμοποιώντας πετρέλαιο
  2. (κατ’ επέκταση) το καύσιμο που καίει ο παραπάνω κινητήρας

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία