ντίζελ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντίζελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Diesel· το επώνυμο του Γερμανού μηχανικού Rudolf Diesel (Ρούντολφ Ντίζελ (Ντήζελ) )
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντίζελ ουδέτερο, άκλιτο
- μηχανή (εσωτερικής καύσης) που δίνει κίνηση χρησιμοποιώντας πετρέλαιο
- (κατ’ επέκταση) το καύσιμο που καίει ο παραπάνω κινητήρας
Άλλες γραφές επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- στη Βικιπαίδεια
- Ρούντολφ Ντίζελ στη Βικιπαίδεια (1858-1913)