ντήζελ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντήζελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Diesel· το επώνυμο του Γερμανού μηχανικού Rudolf Diesel (Ρούντολφ Ντίζελ (Ντήζελ) )
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντήζελ ουδέτερο, άκλιτο
- μη απλοποιημένη γραφή του ντίζελ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντήζελ
|