Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νορβηγικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νορβηγικ
ός
η
νορβηγικ
ή
το
νορβηγικ
ό
γενική
του
νορβηγικ
ού
της
νορβηγικ
ής
του
νορβηγικ
ού
αιτιατική
τον
νορβηγικ
ό
τη
νορβηγικ
ή
το
νορβηγικ
ό
κλητική
νορβηγικ
έ
νορβηγικ
ή
νορβηγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νορβηγικ
οί
οι
νορβηγικ
ές
τα
νορβηγικ
ά
γενική
των
νορβηγικ
ών
των
νορβηγικ
ών
των
νορβηγικ
ών
αιτιατική
τους
νορβηγικ
ούς
τις
νορβηγικ
ές
τα
νορβηγικ
ά
κλητική
νορβηγικ
οί
νορβηγικ
ές
νορβηγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
νορβηγικός
<
Νορβηγία
+
-ικός
Επίθετο
Επεξεργασία
νορβηγικός -ή -ό
που αναφέρεται ή ανήκει στη
Νορβηγία
ή προέρχεται από τη χώρα αυτή
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
νορβηγικά
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
νορβηγικός
αγγλικά
:
Norwegian
(en)
γαλλικά
:
norvégien
(fr)
γερμανικά
:
norwegisch
(de)
δανικά
:
norsk
(da)
ισπανικά
:
noruego
(es)
ιταλικά
:
norvegese
(it)
καταλανικά
:
noruec
(ca)
νορβηγικά
:
norsk
(no)
ολλανδικά
:
Noors
(nl)
ουγγρικά
:
norvég
(hu)
πολωνικά
:
norweski
(pl)
πορτογαλικά
:
norueguês
(pt)
ρουμανικά
:
norvegian
(ro)
σλοβακικά
:
nórsky
(sk)
σλοβενικά
:
norveški
(sl)
σουηδικά
:
norsk
(sv)
τσεχικά
:
norský
(cs)
φινλανδικά
:
norjalainen
(fi)