norvégien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | norvégien | norvégiens |
θηλυκό | norvégienne | norvégiennes |
norvégien (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnorvégien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | norvégien | norvégiens |
θηλυκό | norvégienne | norvégiennes |
norvégien (fr)
norvégien (fr)