↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομικίστικος η νομικίστικη το νομικίστικο
      γενική του νομικίστικου της νομικίστικης του νομικίστικου
    αιτιατική τον νομικίστικο τη νομικίστικη το νομικίστικο
     κλητική νομικίστικε νομικίστικη νομικίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομικίστικοι οι νομικίστικες τα νομικίστικα
      γενική των νομικίστικων των νομικίστικων των νομικίστικων
    αιτιατική τους νομικίστικους τις νομικίστικες τα νομικίστικα
     κλητική νομικίστικοι νομικίστικες νομικίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νομικίστικος < νομικός + -ίστικος[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

νομικίστικος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. νομικίστικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. νομικίστικοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)