συνυποδήλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνυποδήλωση | οι | συνυποδηλώσεις |
γενική | της | συνυποδήλωσης* | των | συνυποδηλώσεων |
αιτιατική | τη | συνυποδήλωση | τις | συνυποδηλώσεις |
κλητική | συνυποδήλωση | συνυποδηλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνυποδηλώσεως Η γενική -εως δεν συνηθίζεται σε σύγχρονες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνυποδήλωση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική connotation.[1] Αναλύεται σε συν- + υπο- + δήλωση. Δείτε και συνδήλωση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sin.i.poˈði.lo.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνυποδήλωση θηλυκό
- (γλωσσολογία) συνώνυμο του συνδήλωση
Συγγενικά
επεξεργασία- συνυποδηλώνω
- συνυποδηλωτικά (επίρρημα)
- συνυποδηλωτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνυποδήλωση
→ δείτε τη λέξη συνδήλωση |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)