νομικίστικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομικίστικα < νομικίστικος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
νομικίστικα
Συγγενικά επεξεργασία
- νομικίστικος
- → δείτε τις λέξεις νομικός και νόμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομικίστικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
νομικίστικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νομικίστικος
- ↑ νομικίστικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)