Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νικέλινος η νικέλινα το νικέλινο
      γενική του νικέλινου της νικέλινας του νικέλινου
    αιτιατική τον νικέλινο τη νικέλινα το νικέλινο
     κλητική νικέλινε νικέλινα νικέλινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νικέλινοι οι νικέλινες τα νικέλινα
      γενική των νικέλινων των νικέλινων των νικέλινων
    αιτιατική τους νικέλινους τις νικέλινες τα νικέλινα
     κλητική νικέλινοι νικέλινες νικέλινα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νικέλινος < νίκελ + -ινος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /niˈce.li.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νι‐κέ‐λι‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

νικέλινος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία