↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νικελένιος η νικελένια το νικελένιο
      γενική του νικελένιου της νικελένιας του νικελένιου
    αιτιατική τον νικελένιο τη νικελένια το νικελένιο
     κλητική νικελένιε νικελένια νικελένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νικελένιοι οι νικελένιες τα νικελένια
      γενική των νικελένιων των νικελένιων των νικελένιων
    αιτιατική τους νικελένιους τις νικελένιες τα νικελένια
     κλητική νικελένιοι νικελένιες νικελένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

νικελένιος < νίκελ + -ένιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ni.ceˈle.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νι‐κε‐λέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

νικελένιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία