Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νερομάλλης η νερομάλλα
νερομαλλούσα
το νερομάλλικο
      γενική του νερομάλλη της νερομάλλας
νερομαλλούσας
του νερομάλλικου
    αιτιατική τον νερομάλλη τη νερομάλλα
νερομαλλούσα
το νερομάλλικο
     κλητική νερομάλλη νερομάλλα
νερομαλλούσα
νερομάλλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νερομάλληδες οι νερομάλλες
νερομαλλούσες
τα νερομάλλικα
      γενική των νερομάλληδων των των νερομάλλικων
    αιτιατική τους νερομάλληδες τις νερομάλλες
νερομαλλούσες
τα νερομάλλικα
     κλητική νερομάλληδες νερομάλλες
νερομαλλούσες
νερομάλλικα
Το θηλυκό, σε και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κατσαρομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νερομάλλης < νερο- + -μάλλης, αρσενικό του νερομάλλα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.ɾoˈma.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρο‐μάλ‐λης

  Επίθετο επεξεργασία

νερομάλλης, -α/ούσα, -ικο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία