νερομάλλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νερομάλλης | η | νερομάλλα & νερομαλλούσα |
το | νερομάλλικο |
γενική | του | νερομάλλη | της | νερομάλλας & νερομαλλούσας |
του | νερομάλλικου |
αιτιατική | τον | νερομάλλη | τη | νερομάλλα & νερομαλλούσα |
το | νερομάλλικο |
κλητική | νερομάλλη | νερομάλλα & νερομαλλούσα |
νερομάλλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νερομάλληδες | οι | νερομάλλες & νερομαλλούσες |
τα | νερομάλλικα |
γενική | των | νερομάλληδων | των | —— | των | νερομάλλικων |
αιτιατική | τους | νερομάλληδες | τις | νερομάλλες & νερομαλλούσες |
τα | νερομάλλικα |
κλητική | νερομάλληδες | νερομάλλες & νερομαλλούσες |
νερομάλλικα | |||
Το θηλυκό, σε -α και -ούσα. To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κατσαρομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.ɾoˈma.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρο‐μάλ‐λης
Επίθετο επεξεργασία
νερομάλλης, -α/ούσα, -ικο
- (λαογραφία, ιδίως το θηλυκό, και ουσιαστικό) κακοποιό ξωτικό του ποταμού, λάμια που έχει μαλλιά υδάτινα και την όψη περίρρυτη
- ※ μα το στοιχειό του ποταμιού
η λάμια η νερομάλλα- Ιωάννης Ζερβός, ποιητική συλλογή Τραγούδια του καλού καιρού, 1916
- ※ μα το στοιχειό του ποταμιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
νερομάλλης
|
Πηγές επεξεργασία
- Λέξεις με νερομάλλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- «νερομάλλα» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .