νερομαλλούσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.ɾo.maˈlu.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρο‐μαλ‐λου΄‐σα
Ουσιαστικό
επεξεργασίανερομαλλούσα
- (λαογραφία) → δείτε τη λέξη νερομάλλης
- άλλες μορφές: νερομάλλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυναικεία μορφή ξωτικού με υδάτινα μαλλιά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανερομαλλούσα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του νερομάλλης
- άλλες μορφές: νερομάλλα
Πηγές
επεξεργασία- «νερομάλλα ... νερομαλλούσα» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .