↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοφυής η νεοφυής το νεοφυές
      γενική του νεοφυούς* της νεοφυούς του νεοφυούς
    αιτιατική τον νεοφυή τη νεοφυή το νεοφυές
     κλητική νεοφυή(ς) νεοφυής νεοφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοφυείς οι νεοφυείς τα νεοφυή
      γενική των νεοφυών των νεοφυών των νεοφυών
    αιτιατική τους νεοφυείς τις νεοφυείς τα νεοφυή
     κλητική νεοφυείς νεοφυείς νεοφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοφυής < ελληνιστική κοινή νεοφυής < αρχαία ελληνική νέος + φύω (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική start up)

  Επίθετο

επεξεργασία

νεοφυής, -ής, -ές

  1. (βοτανική) που έχει βλαστήσει πρόσφατα
  2. (νεολογισμός) (για επιχειρήσεις) που ιδρύθηκε πρόσφατα ή πρόκειται συντόμως να ιδρυθεί κι έχει μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης
     συνώνυμα: νεοσύστατος
    Τη διοργάνωση σεμιναρίων για νεοφυείς επιχειρήσεις και επιχειρηματίες (startups) ανακοίνωσαν από κοινού το EMEA.gr και γνωστό βιβλιοπωλείο της Αθήνας, στο κατάστημά του στην Πλατεία Συντάγματος. Το πρώτο σεμινάριο θα πραγματοποιηθεί στις 18 Φεβρουαρίου, με θέμα το ελληνικό startup οικοσύστημα. (*)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία