Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεολατινικός η νεολατινική το νεολατινικό
      γενική του νεολατινικού της νεολατινικής του νεολατινικού
    αιτιατική τον νεολατινικό τη νεολατινική το νεολατινικό
     κλητική νεολατινικέ νεολατινική νεολατινικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεολατινικοί οι νεολατινικές τα νεολατινικά
      γενική των νεολατινικών των νεολατινικών των νεολατινικών
    αιτιατική τους νεολατινικούς τις νεολατινικές τα νεολατινικά
     κλητική νεολατινικοί νεολατινικές νεολατινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεολατινικός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική néolatin[1]

  Επίθετο επεξεργασία

νεολατινικός, -ή, -ό

  1. που κατάγεται από τους Λατίνους ή τη λατινική γλώσσα
    οι νεολατινικές γλώσσες
  2. (για επιστημονικούς όρους) που δημιουργήθηκε με βάση τη λατινική γλώσσα, που εκλατινίστηκε

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία