↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεκροφάγος η νεκροφάγος
νεκροφάγα
το νεκροφάγο
      γενική του νεκροφάγου της νεκροφάγου
νεκροφάγας
του νεκροφάγου
    αιτιατική τον νεκροφάγο τη νεκροφάγο
νεκροφάγα
το νεκροφάγο
     κλητική νεκροφάγε νεκροφάγε
νεκροφάγα
νεκροφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεκροφάγοι οι νεκροφάγοι
νεκροφάγες
τα νεκροφάγα
      γενική των νεκροφάγων των νεκροφάγων των νεκροφάγων
    αιτιατική τους νεκροφάγους τις νεκροφάγους
νεκροφάγες
τα νεκροφάγα
     κλητική νεκροφάγοι νεκροφάγοι
νεκροφάγες
νεκροφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεκροφάγος < νεκρ(ός) + -ο- + -φάγος

  Επίθετο

επεξεργασία

νεκροφάγος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία