nécrophage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- nécrophage < αρχαία ελληνική νεκροφάγος
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
nécrophage | nécrophages |
nécrophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
nécrophage | nécrophages |
nécrophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό