Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

nécrophage < αρχαία ελληνική νεκροφάγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /nekʁɔfaʒ/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
nécrophage nécrophages

nécrophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία