Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

charognard < charogne

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʃaʁɔɲaʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
charognard charognards

charognard (fr) αρσενικό

 συνώνυμα: nécrophage

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό charognard charognards
θηλυκό charognarde charognardes

charognard (fr)

  • (μεταφορικά) άνθρωπος σκληρός, που εκμεταλλεύεται τη δυστυχία των άλλων
 συνώνυμα: chacal, vautour