charognard
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- charognard < charogne
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
charognard | charognards |
charognard (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charognard | charognards |
θηλυκό | charognarde | charognardes |
charognard (fr)
- (μεταφορικά) άνθρωπος σκληρός, που εκμεταλλεύεται τη δυστυχία των άλλων