Δείτε επίσης: Μυρεψός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυρεψός οι μυρεψοί
      γενική του μυρεψού των μυρεψών
    αιτιατική τον μυρεψό τους μυρεψούς
     κλητική μυρεψέ μυρεψοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυρεψός < αρχαία ελληνική μυρεψός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.reˈpsos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐ρε‐ψός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυρεψός αρσενικό

  1. (αρχαιοπρεπές, επάγγελμα) μυροπώλης, αρωματοποιός
  2. ο υπεύθυνος παρασκευής του αγίου μύρου στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυρεψός οἱ μυρεψοί
      γενική τοῦ μυρεψοῦ τῶν μυρεψῶν
      δοτική τῷ μυρεψ τοῖς μυρεψοῖς
    αιτιατική τὸν μυρεψόν τοὺς μυρεψούς
     κλητική ! μυρεψέ μυρεψοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυρεψώ
γεν-δοτ τοῖν  μυρεψοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυρεψός < μύρον + ἕψω + -ός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυρεψός αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία