μυροπώλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυροπώλης < αρχαία ελληνική μῠροπώλης < μύρον + πωλέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυροπώλης αρσενικό (θηλυκό: μυροπώλιδα, μυροπώλισσα & μυροπώλις)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μυροπωλείο
- μυροπώλιδα
- μυροπώλις
- μυροπώλισσα
- → δείτε τις λέξεις μύρο και πουλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυροπώλης
|