μπερζέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπερζέρα | οι | μπερζέρες |
γενική | της | μπερζέρας | — | |
αιτιατική | την | μπερζέρα | τις | μπερζέρες |
κλητική | μπερζέρα | μπερζέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπερζέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bergère (βοσκοπούλα), θηλυκό του berger (βοσκός) < παλαιά γαλλική bergier < δημώδης λατινική *vervecārius / birbicārius / berbicārius < λατινική vervex < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wr̥h₁ḗn (ἀρήν)
- Η γαλλική λέξη ονομάστηκε bergère (βοσκοπούλα), γιατί οι πρώτες μπερζέρες είχαν στην ταπετσαρία τους ποιμενικά μοτίβα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπερζέρα θηλυκό
- είδος πολυθρόνας με ψηλή πλάτη