Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἀρήν οἱ/αἱ ἄρνες
      γενική τοῦ/τῆς ἀρνός τῶν ἀρνῶν
      δοτική τῷ/τῇ ἀρνῐ́ τοῖς/ταῖς ἀρνᾰ́σῐ(ν)
ἄρνεσσῐ(ν)(επικός)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄρν τοὺς/τὰς ἄρνᾰς
     κλητική ! ἀρήν ἄρνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄρνε
γεν-δοτ τοῖν  ἀρνοῖν
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «ἀρήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ἀρήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wr̥h₁ḗn (αρνί)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ἀρήν αρσενικό ή θηλυκό (& ἄρης & ἄρνον)

  1. αρνί (μικρότερο του ενός έτους)
    ※  4oς αιώνας πκε - Αριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8.28 - Historia animalium @scaife.perseus
    Καὶ ἐν μὲν Λιβύῃ εὐθὺς γίνεται κέρατα ἔχοντα τὰ κερατώδη τῶν κριῶν, οὐ μόνον οἱ ἄρνες, ὥσπερ Ὅμηρός φησιν, ἀλλὰ καὶ τἆλλα· ἐν δὲ τῷ Πόντῳ περὶ τὴν Σκυθικὴν τοὐναντίον· ἀκέρατα γὰρ γίνονται.
  2. πρόβατο (αρσενικό ή θηλυκό)
    ※  8ος αιώνας πκε   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 103
    οἴσετε ἄρν’, ἕτερον λευκόν(αρσενικά), ἑτέρην δὲ μέλαιναν,(θηλυκό)

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

  • Η λέξη στην ονομαστική ενικού απαντά μόνο σε επιγραφές, π.χ. IG1.4, 11.154A11

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία