ἀρνίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀρνίον | τὰ | ἀρνίᾰ |
γενική | τοῦ | ἀρνίου | τῶν | ἀρνίων |
δοτική | τῷ | ἀρνίῳ | τοῖς | ἀρνίοις |
αιτιατική | τὸ | ἀρνίον | τὰ | ἀρνίᾰ |
κλητική ὦ! | ἀρνίον | ἀρνίᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρνίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρνίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρνίον < (ἀρήν) ἀρν- + υποκοριστικό επίθημα -ίον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρνίον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- υποκοριστικό του ἀρήν, το αρνάκι
- (συνεκδοχικά) δέρμα αρνίσιο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀρνίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρνίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.