↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀρνίον τὰ ἀρνί
      γενική τοῦ ἀρνίου τῶν ἀρνίων
      δοτική τῷ ἀρνί τοῖς ἀρνίοις
    αιτιατική τὸ ἀρνίον τὰ ἀρνί
     κλητική ! ἀρνίον ἀρνί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρνίω
γεν-δοτ τοῖν  ἀρνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρνίον < (ἀρήν) ἀρν- + υποκοριστικό επίθημα -ίον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀρνίον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. υποκοριστικό του ἀρήν, το αρνάκι
  2. (συνεκδοχικά) δέρμα αρνίσιο

Συνώνυμα

επεξεργασία