Δείτε επίσης: μπερζέρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπρεζέρα οι μπρεζέρες
      γενική της μπρεζέρας
    αιτιατική την μπρεζέρα τις μπρεζέρες
     κλητική μπρεζέρα μπρεζέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπρεζέρα < γαλλική brasier (ανθρακιά) / braiser (σιγοψήνω) < braise

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπρεζέρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία