μπρεζέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπρεζέρα | οι | μπρεζέρες |
γενική | της | μπρεζέρας | — | |
αιτιατική | την | μπρεζέρα | τις | μπρεζέρες |
κλητική | μπρεζέρα | μπρεζέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπρεζέρα θηλυκό
- (γαστρονομία, κουζινικά) σκεύος που έχει καπάκι και χαμηλά τοιχώματα και χρησιμεύει για την παρασκευή φαγητών με τη μέθοδο μπρεζέ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπρεζέρα
|