Ετυμολογία

επεξεργασία
μπρεζέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική braisé < brasier (ανθρακιά) / braiser (σιγοψήνω) < braise

  Επίθετο

επεξεργασία

μπρεζέ άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία