Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπρεζέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική braisé < brasier (ανθρακιά) / braiser (σιγοψήνω) < braise

  Επίθετο επεξεργασία

μπρεζέ άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία