Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. braise < breze < αγνώστου ετύμου, ίσως γερμανικού
  2. braise < brésiller

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
braise braises

braise (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

braise (fr) θηλυκό