παραδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραδάκι | τα | παραδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παραδάκι | τα | παραδάκια |
κλητική | παραδάκι | παραδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραδάκι < παράς + υποκοριστικό επίθημα -αδάκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραδάκι ουδέτερο