Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θράκα οι θράκες
      γενική της θράκας
    αιτιατική τη θράκα τις θράκες
     κλητική θράκα θράκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θράκα < αθράκα < αθράκι < (ελληνιστική κοινήἀνθράκιον < αρχαία ελληνική ἄνθραξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θράκα θηλυκό

  • σωρός από αναμμένα κάρβουνα, που συνήθως προορίζονται για ψήσιμο φαγητού

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία