↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπέλος η μπέλα το μπέλο
      γενική του μπέλου της μπέλας του μπέλου
    αιτιατική τον μπέλο την μπέλα το μπέλο
     κλητική μπέλε μπέλα μπέλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπέλοι οι μπέλες τα μπέλα
      γενική των μπέλων των μπέλων των μπέλων
    αιτιατική τους μπέλους τις μπέλες τα μπέλα
     κλητική μπέλοι μπέλες μπέλα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Μια μπέλα προβατίνα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπέλος < σλαβικής προέλευσης бела/bela (= λευκή) < πρωτοσλαβική *bělъ (λευκός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰēlHs (λευκός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbe.los/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈbe.la/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈbe.lo/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

μπέλος, -α, -ο

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Χρησιμοποείται σχεδόν αποκλειστικά για πρόβατα.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία