μπάνικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μπάνικος | η | μπάνικη | το | μπάνικο |
γενική | του | μπάνικου | της | μπάνικης | του | μπάνικου |
αιτιατική | τον | μπάνικο | την | μπάνικη | το | μπάνικο |
κλητική | μπάνικε | μπάνικη | μπάνικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μπάνικοι | οι | μπάνικες | τα | μπάνικα |
γενική | των | μπάνικων | των | μπάνικων | των | μπάνικων |
αιτιατική | τους | μπάνικους | τις | μπάνικες | τα | μπάνικα |
κλητική | μπάνικοι | μπάνικες | μπάνικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπάνικος < μπανίζω + -ικος < μπάνιο < ιταλική bagno < λατινική balneum < balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον (αντιδάνειο)
Επίθετο
επεξεργασίαμπάνικος, -η, -ο
- (αργκό) κάποιος ή κάτι όμορφο(ς) και ελκυστικό(ς)
- ⮡ Πολύ μπάνικο το καινούργιο αμάξι.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μπάνικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπάνικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπάνικος
|