μπανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπανίζω < μπάνιο + -ίζω[1] < ιταλική bagno < λατινική balneum < balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /baˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαμπανίζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μπάνικος
- μπανιστήρι
- μπανιστηρτζής
- μπανιστηρτζού
- μπανιστής
- → δείτε τη λέξη μπάνιο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπανίζω | μπάνιζα | θα μπανίζω | να μπανίζω | μπανίζοντας | |
β' ενικ. | μπανίζεις | μπάνιζες | θα μπανίζεις | να μπανίζεις | μπάνιζε | |
γ' ενικ. | μπανίζει | μπάνιζε | θα μπανίζει | να μπανίζει | ||
α' πληθ. | μπανίζουμε | μπανίζαμε | θα μπανίζουμε | να μπανίζουμε | ||
β' πληθ. | μπανίζετε | μπανίζατε | θα μπανίζετε | να μπανίζετε | μπανίζετε | |
γ' πληθ. | μπανίζουν(ε) | μπάνιζαν μπανίζαν(ε) |
θα μπανίζουν(ε) | να μπανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπάνισα | θα μπανίσω | να μπανίσω | μπανίσει | ||
β' ενικ. | μπάνισες | θα μπανίσεις | να μπανίσεις | μπάνισε | ||
γ' ενικ. | μπάνισε | θα μπανίσει | να μπανίσει | |||
α' πληθ. | μπανίσαμε | θα μπανίσουμε | να μπανίσουμε | |||
β' πληθ. | μπανίσατε | θα μπανίσετε | να μπανίσετε | μπανίστε | ||
γ' πληθ. | μπάνισαν μπανίσαν(ε) |
θα μπανίσουν(ε) | να μπανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπανίσει | είχα μπανίσει | θα έχω μπανίσει | να έχω μπανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπανίσει | είχες μπανίσει | θα έχεις μπανίσει | να έχεις μπανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπανίσει | είχε μπανίσει | θα έχει μπανίσει | να έχει μπανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπανίσει | είχαμε μπανίσει | θα έχουμε μπανίσει | να έχουμε μπανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπανίσει | είχατε μπανίσει | θα έχετε μπανίσει | να έχετε μπανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπανίσει | είχαν μπανίσει | θα έχουν μπανίσει | να έχουν μπανίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ μπανίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας Καθώς, πριν καθιερωθούν τα μικτά μπάνια, οι άντρες συνήθιζαν να παίρνουν μάτι / κρυφοκοιτάζουν τις γυναίκες που κολυμπούσαν στη θάλασσα