καμπανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμπανίζω < μεσαιωνική ελληνική καμπανίζω < καμπάνα < υστερολατινική campana < λατινική Campana, θηλυκό του Campanus < Campania < campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kam.baˈni.zo/
Ρήμα
επεξεργασίακαμπανίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καμπάνισμα
- καμπανιστά
- καμπανιστός
- → δείτε τη λέξη καμπάνα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καμπανίζω | καμπάνιζα | θα καμπανίζω | να καμπανίζω | καμπανίζοντας | |
β' ενικ. | καμπανίζεις | καμπάνιζες | θα καμπανίζεις | να καμπανίζεις | καμπάνιζε | |
γ' ενικ. | καμπανίζει | καμπάνιζε | θα καμπανίζει | να καμπανίζει | ||
α' πληθ. | καμπανίζουμε | καμπανίζαμε | θα καμπανίζουμε | να καμπανίζουμε | ||
β' πληθ. | καμπανίζετε | καμπανίζατε | θα καμπανίζετε | να καμπανίζετε | καμπανίζετε | |
γ' πληθ. | καμπανίζουν(ε) | καμπάνιζαν καμπανίζαν(ε) |
θα καμπανίζουν(ε) | να καμπανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καμπάνισα | θα καμπανίσω | να καμπανίσω | καμπανίσει | ||
β' ενικ. | καμπάνισες | θα καμπανίσεις | να καμπανίσεις | καμπάνισε | ||
γ' ενικ. | καμπάνισε | θα καμπανίσει | να καμπανίσει | |||
α' πληθ. | καμπανίσαμε | θα καμπανίσουμε | να καμπανίσουμε | |||
β' πληθ. | καμπανίσατε | θα καμπανίσετε | να καμπανίσετε | καμπανίστε | ||
γ' πληθ. | καμπάνισαν καμπανίσαν(ε) |
θα καμπανίσουν(ε) | να καμπανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καμπανίσει | είχα καμπανίσει | θα έχω καμπανίσει | να έχω καμπανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καμπανίσει | είχες καμπανίσει | θα έχεις καμπανίσει | να έχεις καμπανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καμπανίσει | είχε καμπανίσει | θα έχει καμπανίσει | να έχει καμπανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καμπανίσει | είχαμε καμπανίσει | θα έχουμε καμπανίσει | να έχουμε καμπανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καμπανίσει | είχατε καμπανίσει | θα έχετε καμπανίσει | να έχετε καμπανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καμπανίσει | είχαν καμπανίσει | θα έχουν καμπανίσει | να έχουν καμπανίσει |
|