Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμπανίζω < μεσαιωνική ελληνική καμπανίζω < καμπάνα < υστερολατινική campana < λατινική Campana, θηλυκό του Campanus < Campania < campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kam.baˈni.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

καμπανίζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία