Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπανιστηρτζού οι μπανιστηρτζούδες
      γενική της μπανιστηρτζούς των μπανιστηρτζούδων
    αιτιατική την μπανιστηρτζού τις μπανιστηρτζούδες
     κλητική μπανιστηρτζού μπανιστηρτζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπανιστηρτζού < μπανιστηρτζής + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ba.ni.stiɾˈd͡zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐νι‐στηρ‐τζού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπανιστηρτζού θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία