μουσειοπαιδαγωγός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουσειοπαιδαγωγός < μουσείο + -ο- + παιδαγωγός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική museum educator)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουσειοπαιδαγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός) ειδικευμένος επιστήμονας που ετοιμάζει και εκτελεί παιδαγωγικά προγράμματα με επίκεντρο κάποιο μουσείο
Συγγενικά επεξεργασία
- μουσειοπαιδαγωγική
- ΣΜΕ
- → δείτε τις λέξεις μουσείο, μούσα, παιδαγωγός, παιδί και άγω