μορφινομανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μορφινομανής | η | μορφινομανής | το | μορφινομανές |
γενική | του | μορφινομανούς* | της | μορφινομανούς | του | μορφινομανούς |
αιτιατική | τον | μορφινομανή | τη | μορφινομανή | το | μορφινομανές |
κλητική | μορφινομανή(ς) | μορφινομανής | μορφινομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μορφινομανείς | οι | μορφινομανείς | τα | μορφινομανή |
γενική | των | μορφινομανών | των | μορφινομανών | των | μορφινομανών |
αιτιατική | τους | μορφινομανείς | τις | μορφινομανείς | τα | μορφινομανή |
κλητική | μορφινομανείς | μορφινομανείς | μορφινομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μορφινομανής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική morphinomane < morphine + -mane < ελληνιστική κοινή Μορφεύς < αρχαία ελληνική μορφή + -μανής < μένος
Επίθετο
επεξεργασίαμορφινομανής
Συγγενικά
επεξεργασία- μορφινομανία
- → δείτε τις λέξεις μορφίνη, Μορφέας, μορφή και μένος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μορφινομανής