morphinomane
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
morphinomane | morphinomanes |
morphinomane (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
morphinomane | morphinomanes |
morphinomane (fr) αρσενικό ή θηλυκό