Ετυμολογία

επεξεργασία
morphinomanie < morphiomanie < morphine + -manie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
morphinomanie morphinomanies

morphinomanie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία