Ουσιαστικό

επεξεργασία

morphine (en)

Ταυτόσημο

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
morphine < Morphée < λατινική Morpheus < ελληνική, Μορφέας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /;;;/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
morphine morphines

morphine (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία