Μορφέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μορφέας | ||
γενική | του | Μορφέα & Μορφέως | ||
αιτιατική | τον | Μορφέα | ||
κλητική | Μορφέα | |||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μορφέας < αρχαία ελληνική Μορφεύς < μορφή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜορφέας αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) γιος του Ύπνου, θεός που φέρνει τα όνειρα
Εκφράσεις
επεξεργασία- (βρίσκεται) στην αγκαλιά του Μορφέα: για κάποιον που κοιμάται
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Μορφέας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μορφέας
|